Θεσσαλονίκη

Θεσσαλονίκη

Απλόχερη φιλοξενία 12 μήνες το χρόνο

Αν υπήρχε παγκοσμίως κάποια πόλη που θα μπορούσε ή θα ’πρεπε να κερδίσει Όσκαρ, αν υπήρχε τέτοιο, δεν θα ’ταν άλλη από την Θεσσαλονίκη. Σίγουρα. Γιατί, όπως φαίνεται, όταν η Ιστορία έκατσε να γράψει την πρώτη σελίδα από το σενάριο της πόλης, είχε ήδη αρχίσει να φτιάχνει στο μυαλό της και τον ευχαριστήριο λόγο της απονομής. Και δεν είναι καθόλου τραβηγμένη ή άστοχη αυτή η αναλογία, αφού η αλήθεια είναι, και με τη βούλα της γνώμης των ιστορικών και χρονογράφων,  ότι η ιστορία της πόλης-σύμβολο της Βόρειας Ελλάδας θυμίζει έντονα μία σπουδαία θεατρική παράσταση. Καλύτερα, ένα επικό μυθιστόρημα. Ίσως μόνο ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα μπορούσε μονολεκτικά να απεικονίσει τους 23 αιώνες ζωής της, που άλλαξαν περισσότερες από μία φορές τη φυσιογνωμία της στο πέρασμα του χρόνου, καταγράφοντας μία άνευ προηγουμένου πολυεπίπεδη ιστορία όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως. Μία μοναδική λωρίδα ιστορίας, απ’ όπου έχουν παρελάσει τα πάντα και οι πάντες: γενίτσαροι, αποστάτες, καταστροφικές πυρκαγιές, ανταλλαγή πληθυσμών και πρόσφυγες, λιμοί, θρησκευτικές διαμάχες, δολοφονίες και αίμα, βαλκανική μουσική, μύρια μυστικά και διαφθορά της εξουσίας. Επί αιώνες, ένα πολυπολιτισμικό ψηφιδωτό, μία πόλη τριών φυλών και τριών θρησκειών. Ζωντανές κουλτούρες που συναντήθηκαν αλλά σπανίως αναμείχθηκαν, πάντα με τη δική τους γλώσσα και πάντα με τα δικά τους έθιμα.

Μία Συγκριτική Πόλη ή μία πόλη-μέτρο σύγκρισης, που όλοι την ήθελαν για τον εαυτό τους. Ένα υβρίδιο Βυζαντινών, Εβραίων, Οθωμανών, με ελληνικούς νευροδιαβιβαστές και απολήξεις, που προσέφεραν τη Θεσσαλονίκη ως τέλειο γεύμα σε κάθε λαίμαργο παρατηρητή ή ιστορικό.

Θεσσαλονίκη: μία πολύγλωσση αλλά και πολυφωνική πόλη που σαν μικροϊστορία από μόνη της ανέδειξε πολλά από τα θεμελιώδη ουμανιστικά ζητήματα. Μία ακατάπαυστη διακίνηση, ένα ατέλειωτο πηγαινέλα ανθρώπων και ιδεών, στα σίγουρα κάτι πιο σύνθετο από ένα αστικό κέντρο με την κλασική έννοια των βιβλίων της Γεωγραφίας.

Με Ελληνιστική καταγωγή, η Θεσσαλονίκη, που πήρε το όνομά της από τη σύζυγο του βασιλιά Κάσσανδρου (προς τιμήν της συζύγου του φτιάχτηκε η πόλη), κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας κι ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αποδείχθηκε οικοδέσποινα -και όχι πάντα εκούσια- αρκετών από τις γνωστές αυτοκρατορίες.

Enfant gâté των αυτοκρατόρων κατά τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων, και συμβασιλεύουσα κατ’ επιλογή τους μαζί με την Κωνσταντινούπολη, εμπλουτίστηκε με γενναιοδωρία από έναν εντυπωσιακό αριθμό αριστουργηματικών εκκλησιών. Το 1430, όταν καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους, «έγινε σημαντικός φάρος για το Ισλάμ στην άκρη της Ευρώπης αναζητώντας στην Ανατολή την αντιθετική της εικόνα, τον πολιτισμικό της ανταγωνιστή. Στη θέση των εκκλησιών άνθησαν μιναρέδες, που δείχνοντας μέχρι ψηλά στον ουρανό τον Οριενταλισμό της Πόλης θύμιζαν κάτι από Κωνσταντινούπολη. Μέχρι το 1492, όπου το κύμα των Σεφαραδιτών Εβραίων -που εκδιώχθηκαν από τον Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα της Ισπανίας- εμπλουτίζει και μετασχηματίζει την ανθρωπογεωγραφία της πόλης», όπως αναφέρει ο Μαρκ Μαζάουερ στο πασίγνωστο βιβλίο του. Το 1912 οι Έλληνες ξαναπαίρνουν την εξουσία και την πόλη στα χέρια τους κι εκδιώκουν τους μουσουλμάνους, ενώ το 1944 όλοι σχεδόν οι Εβραίοι αφανίζονται ως εκατόμβη στη βάναυση ιδεολογία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Έτσι κάπως προκύπτει το πεπρωμένο της Θεσσαλονίκης, έτσι θέλει η ιστορία της, να προσπαθεί να σταθεί όρθια στη μέση μιας διελκυστίνδας μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής, μεταξύ Βορρά και Νότου, ανάμεσα στα ψηλά της βουνά και τη γεμάτη ενέργεια θάλασσά της. Και είναι ακριβώς αυτές οι έντονες αντιφάσεις που της εξασφάλισαν τον ξεχωριστό της πλούτο, παρέχοντας ταυτόχρονα ένα άφθονο αλληγορικό υλικό στον ιστορικό του 21ου αιώνα.

Χωρίς όμως λανθασμένες εντυπώσεις! Τι κι αν στέκει εκεί, ταλαιπωρημένη ανά τους αιώνες; Σε καμία περίπτωση δεν θυμίζει ξεπεσμένη Αριστοκράτισσα. Αντίθετα, συνεχίζει ακούραστα να έχει μία ανήσυχη δημιουργική ψυχή.

Στη Σαλονίκη τη σημερινή -έτσι την αποκαλούν όσοι με πάθος τη λατρεύουν- η πολυπολιτισμικότητα, η δημιουργική συγχώνευση τάσεων, ιδεών κι ανθρώπων είναι ο κανόνας. Μία σύγχρονη εμπορική Μητρόπολη που αναπτύσσεται γοργά και σίγουρα. Αρχετυπικά ελληνική, γεμάτη μεν από αστική αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα, που δεν μπορεί να συνηγορήσει επαρκώς σε πρωτεία ομορφιάς, η συμπρωτεύουσα της χώρας είναι σίγουρα η πιο hype πόλη του ελληνικού χάρτη.

Με μια γλυκιά μελαγχολία να διαπνέει το κύτταρό της, ακόμη και σήμερα με κάποιον τρόπο θυμίζει τον «εαυτό» της, τον 8ου αιώνα. Μία χαοτική σε περιπτώσεις πόλη, αλλά με ένα «χάος γεμάτο ζωή», όπως παρατηρεί ο Μαρκ Μαζάουερ στο βιβλίο του «Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων». Χάος ζωτικό, ως πλούσιος, χυμώδης  καρπός του φοιτητόκοσμου των 150 χιλιάδων ψυχών και πλέον, χάος δημιουργίας της dyi νεανικής, under-30s, κουλτούρας που σκαρώνουν καινούρια ρεύματα πολιτισμού και τάσεων που όμοιά τους δεν θα εντοπίσει κανείς και πουθενά αλλού στο νότιο μέρος της Ευρώπης. Ζωτικότητα ίσον και βιασύνη εδώ. Βιασύνη την ημέρα αλλά περισσότερη τη νύχτα για να προλάβουν όλοι τα ωραία της ζωής σε μια πόλη που οι αλυσιδωτοί, εν σειρά και εν παραλλήλω χώροι διασκέδασης, πολιτισμού και ευ ζην μπορούν να σερβίρουν το διπλάσιο του πληθυσμού της.

Ένα ανθρώπινο δυναμικό 800 χιλιάδων κατοίκων που, για τους στατιστικολάγνους, καταρτίζει την Πέμπτη μεγαλύτερη και πολυπληθέστερη πόλη στα Βαλκάνια, την δεύτερη πιο κατοικημένη πόλη, μετά την Κωνσταντινούπολη, που δεν είναι πρωτεύουσα και το δεύτερο κατά σειρά οικονομικό, βιομηχανικό, εμπορικό και πολιτικό κέντρο στην Ελλάδα που είναι ταυτόχρονα και ένας από τους μεγαλύτερους διαμετακομιστικούς κόμβους της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Υψηλή οικοδέσποινα, σήμερα, της ετήσιας Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου και της περίφημης νυχτερινής της ζωής είναι κεραυνοβόλα και άνευ όρων ερωτεύσιμη.

Με μια υπολανθάνουσα έμφυτη γοητεία – θεϊκά απομονωμένη μεταξύ πολιτισμών και εποχών-  η πόλη που απ’ όλους θεωρείται πολιτιστική πρωταγωνίστρια της χώρας καταφέρνει να αναπλάσει τον πιο νοσταλγικό της εαυτό ως ένα σύγχρονο, Ευρωπαϊκό αστικό κέντρο, συνδυάζοντας με μέτρο και αριστοτεχνικά τις κρυμμένες της ιστορίες, το πολυπολιτισμικό DNA της κοινωνίας της αλλά και τις ουλές της ιστορίας της: με την Άνω Πόλη να μην είναι παρά άλλο ένα ζωντανό, υπαίθριο Βυζαντινό μουσείο, που κρύβει μερικά από τα σπουδαιότερα κι αμετάβλητα στους αιώνες ιστορικά αξιοθέατα.

Με τα Παλαιοχριστιανικά της μνημεία, παγκόσμια κληρονομιά της UNESCO και με τη Βεργίνα και το μεγαλείο του Μακεδονικού, ελληνικού πολιτισμού σε λιγότερο από δυο ώρες δρόμο. Με το ξακουστό Μπεζεστένι στην Κεντρική Αγορά να αναδύει μυρωδιές και μνήμες απ’ το παρελθόν. Με τα μουσικά της σχήματα και συγκροτήματα, από τα πρώτα στην Ελλάδα. Με τους δημιουργούς της και τους καλλιτέχνες να επαναπροσδιορίζουν τα νέα ρεύματα. Με τη Χαλκιδική και το Άγιο Όρος σε απόσταση βολής. Με το απόλυτο σύμβολό της, τον Λευκό Πύργο, με τα μοδάτα στέκια στα Λαδάδικα, τη Λεωφόρο Νίκης και την Πλατεία Αριστοτέλους, με τα αμέτρητα καφέ-μπαρ -που δεν μένουν ποτέ ίδια- να ρουφάνε την αύρα του ακαταμάχητου Θερμαϊκού...

Τι απ’ όλα αυτά μπορείς να μην ερωτευθείς; Βρίσκεσαι εδώ, στη μέση της μεγάλης αντιδιαστολής, μεταξύ της χαλαρότητας και του άκρατου ενθουσιασμού για την ίδια τη ζωή. Οι χαρακτηριστικές αντιθέσεις της Θεσσαλονίκης περιγράφουν και αποδίδουν προς απόλαυση έναν τόπο, όπου η αυθεντικότητα ανταμείβεται ως πολύτιμη. Ως σύνθετη εμπειρία ζωής και καλοπέρασης.

Και στη Θεσσαλονίκη η καλοπέραση ξεκινάει απ’ το στομάχι. Μεγάλη αλήθεια: πουθενά αλλού στην Ελλάδα δε θα βρεις τόσες πολλές και διαφορετικές ουράνιες του ουρανίσκου γεύσεις, απλωμένες πάνω σ’ ένα τραπεζομάντηλο. Αν κάποιος θέλει να αρχίσει να παίρνει μυρωδιά από την ιστορία της, δεν μπορεί να παραβλέψει την κουζίνα της. Με Θρησκείες, φυλές, έθιμα και παραδόσεις να έχουν προσθαφαιρέσει το δικό τους δοσολογικό κουτάλι, η πόλη, διατηρώντας πάντα το ελληνικό της προφίλ, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα σταυροδρόμι συνταγών, μια μητρόπολη της γεύσης, μια γαστρονομική πρωτεύουσα.

Η Θεσσαλονίκη, με τη μεγάλη, ζεστή, φιλόξενη καρδιά της, συνώνυμη άλλωστε της επίσημης διαφημιστικής καμπάνιας της, ασκεί από παντού και προς τα πάντα μια ακατανίκητη έλξη. Ακριβώς όπως ο μεγάλος Καβάφης έγραψε κάποτε για τη δική του πατρίδα «Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Η Πόλις θα σε ακολουθεί», έτσι και η Θεσσαλονίκη πάντα θα σε στοιχειώνει και θα σε τραβάει πίσω σαν ισχυρός μαγνήτης. Για να την ζεις και ξαναζείς, να τη χαίρεσαι, να τη χειροκροτείς και να της δίνεις το βραβείο. Και αν υπήρχε, κι αν έπαιρνε το Όσκαρ, θα ’ταν αναμφισβήτητα μια αξιομνημόνευτη στιγμή στη σπουδαία σταδιοδρομία της. Αλλά αυτή η πόλη δεν έχει φτιαχτεί για όσκαρ, έχει φτιαχτεί για το κοινό.